- ἀγόρευσα
- ἀ̱γόρευσα , ἀγορεύωspeak in the assemblyaor ind act 1st sg (doric aeolic)ἀγορεύωspeak in the assemblyaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγορεύω — αγόρευσα, αγορεύτηκα, αγορευμένος (συνήθως σύνθ. σ όλους τους χρόνους), μιλώ σε δημόσιο τόπο, βγάζω λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορεύσας — ἀγορεύσᾱς , ἀγορεύω speak in the assembly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορεύω — αγορεύω, αγόρευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής